- όμφαξ
- ο, η (ΑΜ ὄμφαξ, -ακος, ἡ και σπαν. ὁ)παροιμ. φρ. «ὄμφακές εἰσιν»(από τον Αισώπειο μύθο) λέγεται για πράγματα που, ενώ θεωρούνται ανέφικτα και αδύνατα, προσποιείται κάποιος ότι τα περιφρονεί και γι' αυτό δεν τα επιχειρείμσν.-αρχ.άγουρη ρώγα ή άγουρο σταφύλι, αγουρίδααρχ.1. (γενικά) άγουρος, αγίνωτος καρπός2. μτφ. α) κοπέλα μικρή στην ηλικία που δεν είναι ώριμη για γάμοβ) (και ως επίθ.) ασχημάτιστο και μικρό στήθος μικρού κοριτσιού («ὄμφακι μαζῷ», Νόνν.)3. είδος πολύτιμου λίθου που χρησιμοποιούνταν για κατασκευή σφραγίδων4. φρ. «ὄμφακας βλέπω» — κοιτάζω με σκληρό, αυστηρό βλέμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ὀμφαλός (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *ὄμφων, πρβλ. λατ. umbō, -onis «ομφαλός ασπίδας, αγκώνας, πτυχή τηβέννου, άμβωνας»)με φωνηεντικό έρρινο -α-ξ (< n), οπότε η σημ. τής λ. ὄμφαξ θα ήταν «αυτός που έχει σχήμα ομφαλού» (βλ. λ. ομφαλός)].
Dictionary of Greek. 2013.